- θερίζει
- θερίζωdo summer-workpres ind mp 2nd sgθερίζωdo summer-workpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστροσεν, ὡς ἔσπειρε θέριζει. — См. Как постелешь, так и поспишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θερίζω — θέρισα, θερίστηκα, θερισμένος 1. κόβω με δρεπάνι ή με άλλο μέσο σιτηρά ή χόρτα: Θερισμένα στάχυα. 2. μτφ., σκοτώνω πολλούς μαζί: Οι εχθροί θέρισαν ένα λόχο με τα πολυβόλα τους. – Η χολέρα θέρισε το μισό πληθυσμό αυτής της χώρας. 3. βασανίζω: Με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
как постелешь, так и поспишь — Ср. Как постелешь, бабушка, так и выспишься... В.И. Даль. Братец и сестрица. Ср. Καθείς κοιμάται ώς έστροσεν, ώς έσπειρε θέριζει. Каждый спит, как он постлал (постель), жнет, как посеял. Mich. Glika. (XII в.) Ср. Wie man sich bettet, so schläft… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Как постелешь, так и поспишь — Какъ постелешь, такъ и поспишь. Ср. Какъ постелешь, бабушка, такъ и выспишься ... В. И. Даль. Братецъ и сестрица. Ср. Καθεὶς κοιμᾶται ὡς ἔστροσεν, ὡς ἔσπειρε θέριζει. Пер. Каждый спитъ, какъ онъ постлалъ (постель), жнетъ, какъ посѣялъ. Mich.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιούνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. I. Γαλλίων (1ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας. Ήταν συνήγορος της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου. Καταγόταν από την Ισπανία, ήταν φίλος του Σενέκα του πρεσβύτερου και υιοθέτησε τον γιο του, Νοβάτο. Φίλος… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
δρεπάνι — και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) [δρέπω] κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών … Dictionary of Greek
δρεπανιστής — (θηλ. ίστρια) (AM δρεπανιστής, Μ και δρεπανίτης) αυτός που θερίζει με δρεπάνι … Dictionary of Greek
θερίστρια — και θερίστρα, η (ΑΜ θερίστρια) αυτή που θερίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεριστήρ*] … Dictionary of Greek
θεριζοαλωνιστικός — και θεραλωνιστικός, ή, ό (γεωπ. τεχνολ.) φρ. «θεριζοαλωνιστική μηχανή» ή «θεραλωνιστική μηχανή» σύνθετη γεωργική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει τα σιτηρά, «κομπίνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + αλωνιστικός (< αλωνιστής < αλωνίζω). Απόδοση στην… … Dictionary of Greek